παρέσσομαι

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

French (Bailly abrégé)

f. épq. de πάρειμι¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρέσσομαι ep. indic. fut. van 1. πάρειμι.

Russian (Dvoretsky)

παρέσσομαι: эп. fut. к πάρειμι I.