παραγκώμι
From LSJ
Greek Monolingual
το
παρατσούκλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τών λ. παρ-ωνύμιο «παρατσούκλι» + εγκώμιο, κατ' ευφημισμόν].
το
παρατσούκλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τών λ. παρ-ωνύμιο «παρατσούκλι» + εγκώμιο, κατ' ευφημισμόν].