παραθυράκι

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

το παράθυρο
1. μικρό παράθυρο
2. τρόπος διαφυγής ή υπεκφυγής («σε κάθε νόμο υπάρχουν παραθυράκια»).