παρακαθιδρύομαι

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source

French (Bailly abrégé)

être placé auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καθιδρύω.

Greek Monotonic

παρακαθιδρύομαι: Παθ., είμαι τοποθετημένος δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παρακαθιδρύομαι: лежать возле (τινι Plut.).

Middle Liddell

Pass. to be placed by or near, Plut.