παραλογιάζω
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
1. κάνω κάποιον να τρελαθεί, να χάσει τα λογικά του («τον παραλόγιασες με αυτά που του είπες»)
2. χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραλογίζομαι, κατά τα ρ. σε -ιάζω].