παραμέληση

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

η
η ενέργεια του παραμελώ, η έλλειψη φροντίδας ή ενδιαφέροντος για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμελώ. Η λ., στον λόγιο τ. παραμέλησις, μαρτυρείται από το 1851 στον Σπ. Αντωνιάδη].