παραπάτημα
Greek Monolingual
το [[[παραπατώ]] (II)]
1. ολίσθημα, στραβοπάτημα
2. κλονισμός κατά το βάδισμα, τρίκλισμα
3. μτφ. παρεκτροπή, παράπτωμα.
το [[[παραπατώ]] (II)]
1. ολίσθημα, στραβοπάτημα
2. κλονισμός κατά το βάδισμα, τρίκλισμα
3. μτφ. παρεκτροπή, παράπτωμα.