παραπάτημα
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Greek Monolingual
το [[[παραπατώ]] (II)]
1. ολίσθημα, στραβοπάτημα
2. κλονισμός κατά το βάδισμα, τρίκλισμα
3. μτφ. παρεκτροπή, παράπτωμα.