παρεκτροπή
English (LSJ)
ἡ, A turning aside, diverting, of a stream, D.C.Fr.77.II (from Pass.) swerving aside, deviation, divergence, τῆς τάξεως Demetr.Eloc. 84; κυριωτέρου σχήματος A.D.Synt.167.3; παράλλαξις καὶ τ. ἡ πρὸς τὸ ὄν Simp.in Ph.232.35. 2 abnormality, Steph. in Hp.1.110 D.
German (Pape)
[Seite 514] ἡ, das daneben Abweichen vom geraden Wege, Clem. Al. u. a. Sp., auch übertr., Irrthum.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκτροπή: ἡ, τροπὴ πρὸς τὰ πλάγια, παρέκκλισις, π. χ. πὶ ποταμοῦ, Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 35. 98. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), πλαγία ἀτραπός, Κλήμ. Ἀλ. 876· πλάνη, σφάλμα, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 27.
Greek Monolingual
ή, ΝΑ παρεκτρέπω
1. (για ποτάμι) εκτροπή, στροφή
2. μτφ. α) παρέκκλιση από την ευθεία οδό, παραστράτισμα, παραστράτημα, εκτραχηλισμός, ηθικό σφάλμα, ατόπημα
β) παραφορά, αφηνιασμός, τρέλα
νεοελλ.
1. ναυτ. η εσφαλμένη παρέκκλιση της μαγνητικής πυξίδας η οποία οφείλεται στην επίδραση που ασκούν πάνω της τα σιδερένια τμήματα του πλοίου
2. (πυροβολ.) άλλη ονομασία της εκτροπής
μσν.
αταξία, ανωμαλία
αρχ.
1. τροπή προς τα πλάγια, παρέκκλιση, απομάκρυνση
2. (ειδικά) πλάνη, σφάλμα.