παραπληρώ

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek Monolingual

παραπληρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. γεμίζω κάτι τελείως, παραγεμίζω
2. συμπληρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πληρῶ «γεμίζω»].