παραπληρώ
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
Greek Monolingual
παραπληρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. γεμίζω κάτι τελείως, παραγεμίζω
2. συμπληρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πληρῶ «γεμίζω»].