παρασέρνω

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

και παρασύρω
1. τραβώ προς το μέρος μου, παίρνω μαζί μου με βίαιο τρόπο, συμπαρασύρω
2. εκτρέπω, βγάζω κάποιον από τον δρόμο του
3. μτφ. αποπλανώ, ξεμυαλίζω.