παρασέρνω

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

και παρασύρω
1. τραβώ προς το μέρος μου, παίρνω μαζί μου με βίαιο τρόπο, συμπαρασύρω
2. εκτρέπω, βγάζω κάποιον από τον δρόμο του
3. μτφ. αποπλανώ, ξεμυαλίζω.