παραχάραξις
From LSJ
German (Pape)
[Seite 508] ἡ, das Falschmünzen, Verderben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραχάραξις: -εως, ἡ, τὸ παραχαράττειν, παραποίησις νομισμάτων, ἀκολούθως μεταφορ., π. τῆς ἀληθείας Ἐκκλ.· οὕτως, ὡς ἐν παραχαράξει Ἐπιφάν. σ. 321.