παρεντάττω

English (LSJ)

insert, μεσότητας Plu.2.1020a, 1022c.

Greek (Liddell-Scott)

παρεντάττω: ἐντάσσω, Πλούτ. 2. 1020Α, 1022C. {{grml |mltxt=και παρεντάσσω Α [[εντάττω / εντάσσω
παρεμβάλλω, παρενθέτω («δεῑ δ' αὐτάς... ἐκεῑ παρεντάξαι», Πλούτ.). }}

German (Pape)

att. = παρεντάσσω.