παρεστάμεναι

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 poét. de παρίστημι.

Russian (Dvoretsky)

παρεστάμεναι: эп. inf. к παρίστημι.