παρθενόφωνα
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
παρθενόφωνα: μέλη, μέλη ᾀδόμενα ὑπὸ παρθένων, Λεοντ. μαγ. ποιήμ. Bergk Lyr. gr. σ. 1096 γ´ ἔκδ. - Ἐν τῇ τοῦ Matranga ἐκδ. κεῖται παρθενόφρονα, σ. 568.
τὰ, Μ
(ενν. μέλη) μέλη που άδονταν από παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -φωνος (< φωνή)].