τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
παρθενόφωνα: μέλη, μέλη ᾀδόμενα ὑπὸ παρθένων, Λεοντ. μαγ. ποιήμ. Bergk Lyr. gr. σ. 1096 γ´ ἔκδ. - Ἐν τῇ τοῦ Matranga ἐκδ. κεῖται παρθενόφρονα, σ. 568.
τὰ, Μ
(ενν. μέλη) μέλη που άδονταν από παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -φωνος (< φωνή)].