παριδεῖν

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de παροράω.

Greek Monotonic

παρῐδεῖν: απαρ. του παρεῖδον.

Russian (Dvoretsky)

παριδεῖν: inf. aor. 2 к παροράω.