παροψωνώ

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-έω, Α οψωνώ
αγοράζω παροψωνήματα, εκλεκτά εδέσματα, λιχουδιές.