πατάρι

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

το
1. σανίδωμα σε σχήμα εξέδρας στο εσωτερικό καταστήματος ή σπιτιού
2. ημιόροφος σε αρκετό ύψος από το έδαφος
3. η κάτω μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατ-άριον, υποκορ. του πάτος (Ι)].