πατάρι

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

το
1. σανίδωμα σε σχήμα εξέδρας στο εσωτερικό καταστήματος ή σπιτιού
2. ημιόροφος σε αρκετό ύψος από το έδαφος
3. η κάτω μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατ-άριον, υποκορ. του πάτος (Ι)].