πατηνόν

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατηνόν Medium diacritics: πατηνόν Low diacritics: πατηνόν Capitals: ΠΑΤΗΝΟΝ
Transliteration A: patēnón Transliteration B: patēnon Transliteration C: patinon Beta Code: pathno/n

English (LSJ)

πεπατημένον, κοινόν, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(πιθ. πατητόν) (κατά τον Ησύχ.) «πεπατημένον, κοινόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται από το ρ. πατῶ και πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πατητόν].