πατρακούομαι

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

Μ
(για τον Χριστό) υπακούομαι ως πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + ἀκούομαι].