πατρελασία
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
Greek (Liddell-Scott)
πατρελασία: ἡ τοῦ Διὸς (ἡ ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐκδίωξις τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, Κρόνου), Ἀρσέν. Κερκύρας ἐν Κερκυραῖκ. Ἀνεκδ. ἔκδ. Λ. σ. 18, 18.
Greek Monolingual
ἡ, Α
φρ. «πατρελασία ἡ τοῦ Διός» — η εκδίωξη από τον Δία του πατέρα του Κρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + ἐλασία «απέλαση, εκδίωξη»].