πατρογέννητος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek (Liddell-Scott)
πατρογέννητος: -ον, ὁ ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθείς, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙΙ, 813C.
Greek Monolingual
-ον, Α
πατρογενής, γεννημένος από τον Πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. νυμφογέννητος].