πατροκελεύστως

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

Α
με πατρική διαταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κελευστός «αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή» + επιρρμ. κατάλ. -ως].