πατροκλινής
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
Greek Monolingual
-ές
φρ. «πατροκλινής κληρονομικότητα»
βιολ. κληρονομικότητα κατά την οποία οι απόγονοι διατηρούν όλους τους χαρακτήρες του πατέρα τους, δηλ. όλοι οι χαρακτήρες που υπάρχουν στον πατέρα πρέπει να είναι επικρατείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. patroclinous < πατήρ, πατρός + -κλινής (< κλίνω)].