κληρονομικότητα
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα ή το γνώρισμα του κληρονομικού
2. βιολ. η μεταβίβαση τών φυσικών και διανοητικών χαρακτηριστικών από τους γονείς στους απογόνους μέσω βασικών μονάδων που καλούνται γονίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρονομικός. Η λ., στον λόγιο τ. κληρονομικότης, μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].