πατρομητρόθεν

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek (Liddell-Scott)

πατρομητρόθεν: ἐκ πατρὸς καὶ μητρός, Ἐπιγρ. Προύσης τῆς ΙΒ΄ ἑκατονταετ., Πανδώρα Ἀθηνῶν τοῦ 1866, σ. 285.

Greek Monolingual

Μ
από πατέρα και μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μήτηρ, μητρός + επιρρμ. κατάλ. -θεν].