πατροσθενής

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek (Liddell-Scott)

πατροσθενής: ὁ ἔχων τὸ σθένος τοῦ πατρός, Εὐστ. Θεσ. σ. 648, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που έχει το σθένος του πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -σθενής (< σθένος), πρβλ. πυρισθενής].