πατροσθενής

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek (Liddell-Scott)

πατροσθενής: ὁ ἔχων τὸ σθένος τοῦ πατρός, Εὐστ. Θεσ. σ. 648, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που έχει το σθένος του πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -σθενής (< σθένος), πρβλ. πυρισθενής].