παυσικραίπαλος

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταπαύει τη μέθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + κραιπάλη «υπερβολική μέθη»].