παχουλός

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΜ
(για πρόσ. και ζώα) λίγο παχύς, ευτραφής, γεμάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + κατάλ. -ουλός (πρβλ. βαθουλός)].