πεδίκλωμα

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

και περδίκλωμα ή περδούκλωμα, το πεδικλώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πεδικλώνω, τρικλοποδιά, υποσκελισμός.