πεδιλοποιός

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
τεχνίτης που κατασκευάζει πέδιλα, σανδαλοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλον + -ποιός].