πεδιλοποιός
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
τεχνίτης που κατασκευάζει πέδιλα, σανδαλοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλον + -ποιός].
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
ο, ΝΜ
τεχνίτης που κατασκευάζει πέδιλα, σανδαλοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλον + -ποιός].