ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
inf. prés. Act. réc. (p. πεινῆν) de πεινάω.
πεινᾶν: Plut. (= πεινῆν) inf. к πεινάω.