Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πειραματιστής

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

ο, θηλ. πειραματίστρια
1. αυτός που πειραματίζεται, που εκτελεί πειράματα
2. ο ειδικός στην εκτέλεση πειραμάτων, ιδίως επιστημονικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείραμα, -ατος + κατάλ. -ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].