πελέκι

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

το
ο πέλεκυς, το τσεκούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πελέκ-ιον, υποκορ. του πέλεκυς, ενώ κατ' άλλους υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. πελεκώ].