πεντηκοντάδα

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

η / πεντηκοντάς, -άδος, ΝΜΑ
σύνολο πενήντα ομοειδών πραγμάτων ή η ποσότητα του αριθμού πενήντα, πενηντάδα
αρχ.
1. ο αριθμός πενήντα
2. το πεντηκοστό μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεντ-άδα / -άς)].