πεντηκοντάς
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
πεντηκοντάδος, ἡ,
A body of fifty, S. Fr. 432.5 (pl.).
II the number fifty, Ph.2.481.
German (Pape)
[Seite 558] άδος, ἡ, die Zahl funfzig, Soph. frg. 379 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πεντηκοντάς: άδος ἡ (число) пятьдесят Soph.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκοντάς: -άδος, ἡ, τὸ ἀφῃρ. τοῦ ἀριθμ. πεντήκοντα, Σοφ. Ἀποσπ. 379, Φίλων 2. 481.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. πεντηκοντάδα.