πεπτωκότες
From LSJ
Greek Monolingual
οι, ΝΑ
εκκλ. ονομασία τών αρνητών της χριστιανικής πίστης κατά τους διωγμούς τών τριών πρώτων αιώνων, στους οποίους οφείλεται και το σοβαρό εκκλησιαστικό πρόβλημα σχετικά με τη δυνατότητα και τους τρόπους επανόδου όσων μετανοούσαν στους κόλπους της Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενεργ. παρακμ. του πίπτω.