πεπυκνωμένος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek (Liddell-Scott)

πεπυκνωμένος: Ἐπίρρ., πυκνῶς Ἰω. Χρυσ. εἰς Ψαλμ. ριη΄τ. 1, σ. 979, 24.