περίβλητος

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

German (Pape)

[Seite 570] umgeworfen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίβλητος: -ον, (περιβάλλω) ὁ πέριξ βεβλημένος, ἐπὶ τῆς ἀκροβυστίας, τοῦ περιβλήτου τῷ γεννητικῷ μορίῳ δέρματος Οἰκουμέν. εἰς Ἀποκάλ. σ. 206, 6, ἔκδ. Cramer. II. ὃν δύναταί τις νὰ κερδήσῃ, πλοῦτος Κλήμ. Ἀλ. 944.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ περιβάλλω
μσν.
(για την ακροβυστία) αυτός που περιβάλλει, που βρίσκεται γύρω από κάτι
αρχ.
αυτός που μπορεί να αποκτηθεί, να κερδηθεί, ο επιτευκτός, ο εφικτός.