περίκαλος
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που διακρίνεται για την εξαιρετική καλοσύνη του, πάρα πολύ καλός
2. περικαλλής
3. (η αιτ. ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περίκαλα
πολύ καλά.