περίφραση
From LSJ
Greek Monolingual
η / περίφρασις, -άσεως, ΝΜΑ περιφράζω
σχήμα λόγου που υπάγεται στον πλεονασμό και σύμφωνα με το οποίο μια έννοια αποδίδεται στον λόγο πιο παραστατικά και ανάγλυφα με περισσότερες από μια λέξεις, ὁπως λ.χ. ο Γέρος του Μοριά = ο Κολοκοτρώνης, Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων = Έλληνες, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης = ο Χριστός, ποιοῦμαι λόγον = λέγω, δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι από κάποιον.