περίφροντις
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
-ιδος, ο, η, Ν
αυτός που έχει πολλές φροντίδες, ο γεμάτος έγνοιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φροντίς, -ίδος].