περηφανεύομαι
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
1. πιστεύω στην ηθική αξία του εαυτού μου ή κάποιας πράξης που έχει στενή σχέση μ'εμένα και καυχιέμαι γι' αυτά, είμαι περήφανος, υψηλόφρων
2. είμαι αλαζόνας, φέρομαι στους άλλους υπεροπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερηφανεύομαι με σίγηση του αρκτικού άτονου υ-].