περιήχηση
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
Greek Monolingual
η / περιήχησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιηχώ
η αντήχηση
αρχ.
καθοδήγηση προς το κακό, σε αντιδιαστολή με την κατήχηση.