περιγεγραμμένως
English (LSJ)
Adv., (περιγράφω 1.2) definitely, explicitly, Sch. Ar.Pax418.
German (Pape)
[Seite 571] adv. perf. pass. von περιγράφω, bestimmt umschrieben od. umgränzt, Schol. Ar. Pax 418.
Greek (Liddell-Scott)
περιγεγραμμένως: Ἐπίρρ., ὡρισμένως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 418.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ορισμένως, με τρόπο σαφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιγεγραμμένος του περιγράφω.
Translations
explicitly
Arabic: صَرَاحَةً; Belarusian: яўна; Catalan: explícitament; Chinese Mandarin: 明確地/明确地; Czech: výslovně, explicitně; Danish: eksplicit, tydeligt, klart, med rene ord; Dutch: uitdrukkelijk; Esperanto: eksplicite; Finnish: selvästi, eksplisiittisesti; French: explicitement; Galician: explicitamente; German: ausdrücklich; Greek: απερίφραστα, απεριφράστως, κατηγορηματικά, κατηγορηματικώς, ρητά, ρητώς; Ancient Greek: ἀναπεπταμένως, ἀνειλιγμένως, διαρρήδην, ἐπιρρήδην, ἐπιῤῥήδην, περιγεγραμμένως; Italian: esplicitamente; Japanese: 明確に, 明白に, 明らかに; Norwegian Bokmål: eksplisitt; Nynorsk: eksplisitt; Occitan: explicitament; Persian: صراحتاً, صریحاً, بهصراحت; Polish: wyraźnie; Portuguese: explicitamente; Russian: явно; Scots: explicitly; Spanish: explícitamente, rotundamente; Swedish: uttryckligen; Ukrainian: явно