περιοδικῶς
From LSJ
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
French (Bailly abrégé)
adv.
périodiquement.
Étymologie: περιοδικός.
Russian (Dvoretsky)
περιοδικῶς: периодически (ἀνατέλλεσθαι Plut.).