περιοδικῶς
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
French (Bailly abrégé)
adv.
périodiquement.
Étymologie: περιοδικός.
Russian (Dvoretsky)
περιοδικῶς: периодически (ἀνατέλλεσθαι Plut.).
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
adv.
périodiquement.
Étymologie: περιοδικός.
περιοδικῶς: периодически (ἀνατέλλεσθαι Plut.).