Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501French (Bailly abrégé)
v. περισείω.
Russian (Dvoretsky)
περισσείοντο: эп. 3 л. pl. impf. pass. к * περισείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περισσείοντο ep. imperf. 3 plur van περισείομαι.