περιτορεύω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 597] ringsum abrunden, auch übertr., vom schriftlichen Ausdruck, D. Hal. de vi Dem. 21.
Greek (Liddell-Scott)
περιτορεύω: τορεύω ἐπιμελῶς πανταχόθεν, ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 21.
Greek Monolingual
βλ. περιτορνεύω.