πετάλια

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

τα, Ν πέταλο
το παιχνίδι εποστρακισμός, τα «πιατάκια» με πλατιές θαλασσινές πέτρες στην επιφάνεια του νερού.