πετροβόλημα

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

το, Ν πετροβολώ
το να πετάει κανείς πέτρες, η ρίψη λίθων, λιθοβολισμός.