πετροβόλημα

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

το, Ν πετροβολώ
το να πετάει κανείς πέτρες, η ρίψη λίθων, λιθοβολισμός.