πεύκος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

ο, Ν·.πεύκο πολυετές, μεγάλου μεγέθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. έλατ-ος: έλατο)].